- αισθηματολογώ
- αισθηματολόγησα1. μιλάω συναισθηματικά, ερωτοτροπώ: Μόλις έβρισκε ευκαιρία αισθηματολογούσε.2. κρίνω συναισθηματικά και όχι λογικά: Οι ρομαντικοί αισθηματολογούν στα έργα τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.